10/3/17

Θεόδωρος Δερβενιώτης (1922-2004) (Αυτοβιογραφικό Σημείωμα)

( 20 Ιανουαρίου 1922 - 5 Δεκεμβρίου 2004 )
Απομαγνητοφωνώντας μια παλιά συνέντευξη του συνθέτης Θόδωρος Δερβενιώτης:

"Γεννήθηκα σ΄ αυτό το εδώ χωριό, τη Ζαγορά του Βόλου... εδώ πρωταντίκρυσα το φως της μέρας και το σκοτάδι της νύχτας, εδώ γνώρισα χαρές και λύπες, εδώ έχω τις παιδικές μου αναμνήσεις που δυστυχώς οι πιο πολλές είναι πικρές. Οι γονείς μου ήτανε φτωχοί, ο πατέρας μου ήταν κουρέας. Ο παππούς μου, ο Θόδωρος Δερβενιώτης -πατέρας του πατέρα μου δηλαδή- ήτανε μουσικός, έπαιζε λαούτο, παράλληλα έφτιαχνε και βαρέλια ήτανε βαρελοποιοός. Από μικρός πήρα ίσως τη ρίζα του παππού μου, είχα κλίση προς την μουσική, μου άρεσε να ακούω, να σκαλίζω τα όργανα, να είμαι γύρω από όλην αυτήν την υπόθεση. Θυμάμαι σε μικρή ηλικία τεσσάρων ετών ίσως, μου είχανε κόψει μια στρογγυλή κολοκύθα στη μέση και μου είχανε καρφώσει ένα σανίδι από πάνω και μου φτιάξανε ένα όργανο αυτοσχέδιο με τρία σύρματα και μου το δίνανε και το γρατσούναγα. Τα χρόνια περνούσανε, οι παιδικές χαρές ήταν πολύ λίγες, η ξεγνασιά δηλαδή της ζωής μέχρι τα πρώτα χρόνια τα σχολικά. Από ΄κει και πέρα το χωριό είναι σκληρό, έχει ανάγκες, πρέπει να δουλεύεις σε όλες τις δουλειές, μόλις άρχισα και μεγάλωνα, άρχισαν να με βάζουνε σε διάφορες δουλειές -ελαφρύτερες στην αρχή σκληρώτερες αργότερα-, εμένα βέβαια το μυαλό μου ήτανε στην μουσική αλλά ποιος να σε καταλάβει. Τεμπελοδουλειές τις λέγανε αυτές. Έξι χρονών τουλάχιστον πρέπε να ΄μουνα στο ψαλτήρι. Ο παππούς μου με το λαούτο δούλευε σε γάμος, σε πανηγύρια σε τέτοια πράγματα, μαζί του ήτανε επί 45 χρόνια ένας άλλος μουσικός απ΄ το ίδιο το χωριό εδώ, ο μπάρμπα Γιάννης ο Βισβίκης, αυτός έπαιζε κλαρίνο στην αρχή και μετά βιολί, ήτανε άριστος μουσικός, είχε κάνει στη μουσική του Στρατού. Μαζί με τον παππού μου λοιπόν 45 χρόνια κομπανία. Όπου πηγαίνανε και εγώ από πίσω τους, στο σπίτι μας κάναν τις πρόβες τους και αφήναν τα όργανα και φεύγανε -ύστερα πηγαίναν στο καφενείο- εγώ πήγαινα και τα σκάλιζα. Αυτός ο άνθρωπος ο μπάρμπα Γιάννης με έβλεπε που είχα κλίση και αφού με έβλεπε ότι πήγαινα το ψαλτήρι άρχισε να μου μαθαίνει τη Βυζαντινή Μουσική, σιγά-σιγά έμαθα και διάβαζα Βυζαντινή Μουσική. Τα χρόνια βέβαια περνούσανε, ο άνθρωπος έβλεπε την κλίση μου, καταλάβαινε ότι ο δρόμος μου ήταν αυτός, οι δικοί μου πάλι με στέλνανε σε διάφορες δουλειές σκληρές σε κτήματα, σε οτιδήποτε άλλα πράγματα δούλεψα σχεδόν όλες τις δουλειές που δουλεύουν εδώ οι αγρότες. Κάποτε ο παππούς μου, είπε ότι δεν μπορεί πια να εργαστεί άλλο και ότι θα σταματούσε. Θα πηγαινε μόνο σε μια δουλειά και μετά θα σταματούσε. Μόλις τέλειωσε εκείνη η δουλειά είχε βρει και αγοραστή να αγοράσει το λαούτο γιατί δεν ήθελε να το πάρω εγώ και να μάθω. Ήρθε λοιπόν το πρωί της άλλης μέρας από την δουλειά χωρίς λαούτο στο σπίτι, εγώ πικράθηκα βέβαια, αλλά είπαμε ότι δεν με ρωτούσε κανένας. Κάποτε ο μπαρμπα Γιάννης που συνέχισε να με βλέπει και να καταλαβαίνει που θα κατέληγα, μια χειμωνιάτικη μέρα θυμάμαι ήρθε στο σπίτι μας και πήρε τον παππού μου και κλειστίκανε μέσα στο δωμάτιο που κοιμότανε και κουβεντιάζανε, κάθησα και ΄γω απ΄ έξω απ΄την πόρτα και περίμενα με αγωνία να δω τί θα γίνει... 

Υπήρχε ένα λαούτο παλιό κάτω στο υπόγειο, την άλλη μέρα ήρθε ο μπαρμπα Γιάννης ο οποίος κατασκεύαζε και όργανα και ο παππούς μου έπιανε το χέρι του και πήρανε το λαούτο εκείνο το φτιάξανε, το κολλήσανε, το αρματώσανε που λένε, βάλανε χορδές και μου το δώσανε. Ο μπαρμπα Γιάννης ανέλαβε να με μάθει, με έμαθε και όταν άρχισαν τα χέρια μου να πιάννουνε με πήρε μαζί του, σιγά-σιγά, σιγά-σιγά, στη μια δουλειά στην άλλη δουλειά όσο περνούσε ο καιρός γινόμουνα και καλύτερος. Τα χρόνια βέβαια περνούσαν, ήρθε ο πόλεμος του ΄40 και η μαύρη κατοχή. Τον πρώτο χρόνο υπήρχαν μερικές δουλειές ακόμα, μουσικές ας πούμε αλλά από ΄κει και πέρα άρχισε η πείνα, άρχισε η Κατοχή, ήρθε η Αντίσταση του Ελληνικού λαού, εγώ φυσικά ήμουνα νέος, το αίμα μου έβραζε πήγα και ΄γώ να προσφέρω τον οβολό μου στην απελευθέρωση της πατρίδας μας. Ήρθε η απελευθέρωση, ο κόσμος ήταν γεμάτος χαρά, εμάς όμως μας περίμενε ένα πικρό ποτήρι, άρχισαν τα κυνηγητά, οι συλλήψεις, οι φυλακίσεις, οι εξορίες και το στραπατσάρισμα της προσωπικίοτητας του ανθρώπου. Το 1947 πήγα φαντάρος. Υπηρέτησα σε μια μονάδα αλλά ούτε και ΄κεί μας αφήσανε τον Γεννάρη του ΄48 μαζί με άλλους στρατιώτες μας πιάσανε, μας αφοπλίσανε και μας στείλανε στην Μακρόνησο. Το 1948, το Γεννάρη, στις 17, του Αγίου Αντωνίου, ξεμπαρκάρησα στην Μακρόνησο ως φαντάρος, εκεί δημιουργήσανε μια χορωδία στην οποία πήγα και ΄γω και εν συνεχεία έγινα και ο μαέστρος της. Απ΄την Μακρόνησο απολύθηκα προ παραμονή Χριστουγέννων του 1949.

Πήγα στην Αθήνα, περιπλανήθηκα δεξιά-αριστερά, βρήκα κάτι ερασιτέχνες, ένας έπαιζε ένα μπουζούκι, ο άλλος έπαιζε ένα ακορντεόν, ο άλλος μιά κιθάρα, εγώ τότε έπαιζα ένα πάντζο. Κάναμε ένα ψευτοσυγκρότημα μπορεί να πει κανείς, περνώντας τα τραγούδια εκείνης της εποχής, βρήκαμε ένα κεντράκι ανεπίσημο, ανεβήκαμε στο πάλκο του και παίξαμε κανένα μήνα, το καλοκαίρι του 1950, από ΄κει βρεθήκαμε σε ένα κέντρο στην Καισσαριανή και το 1951 βρέθηκα στην Μυτιλήνη με ένα συγκρότημα πλέον επαγγελματικό. Εκεί δουλέψαμε όλο το καλοκαίρι του ΄51 και γυρίζοντας στην Αθήνα, πήγα πλέον στο καθιερωμένο "Καφενείο των μουσικών" και εκεί γνωρίστηκα με διάφορους επαγγελματίες. Έγραφα σε μουσική, σε νότες τα τραγούδια διαφόρων συνθετών όπως του Χατζηχρήστου, του Λαύκα, του Μητσάκη κ.α. ώσπου σιγά-σιγά έφτιαξα και ΄γω το πρώτο μου τραγούδι και πήγα στην Columbia. Το πρώτο μου τραγούδι το έγραψα το 1952 με ένα καινούριο τραγουδιστή [σ.σ. τον Γιάννη Τζιβάνη, «Μόνο ψέμα και απιστία»]  και στην συνέχεια έγραψα ένα με τον Τσαουσάκη, μετά την Καίτη Γκρέυ. 1953, αν θυμάμαι καλά παρουσιάστηκε ο Στέλιος Καζαντζίδης. Οι στιχουργοί με τους οποίους συμεργάστηκα ήτανε πολλοί, όπως ο Βασιλειάδης ο Χαράλαμπος, η Ευτυχία Παπαϊωάννου, ο Χρήστος Κολοκωτρώνης, ο Ηρακλής ο Παπασιδέρης, ο Πυθαγόρας κι ο Κώστας Βίρβος. Τα πιο πολλά τραγούδια μου είναι σε στίχους του Κώστα Βίρβου, κάναμε μαζί πάρα πολλές επιτυχίες. Σε όλα αυτά τα χρόνια φυσικά, δούλευα και σε διάφορα κέντρα μέχρι το 1959 που δουλεύαμε με τον Στέλιο Καζαντζίδη, το χειμώνα. Απ΄ το ΄60 σταμάτησα την εργασία στα κέντρα γιατί  δεν άντεχα το ξενύχτι. Φτάσαμε στην εποχή που το λαϊκό τραγούδι είχε μια κάμψη, προσπαθήσαμε να το αλλάξουμε να του δώσουμε άλλη μορφή, φάνηκε προς το παρόν ότι το καταφέρανε, έγινε ευρωπαϊκό πιο πολύ, με βαριές ενορχηστρώσεις αλλά σήμερα μπορούμε να πούμε ότι επανήλθε στην θέση του και ζητιέται πάρα πολύ, κυκλοφορούνε σχεδόν όλα τα παλιά τραγούδια της εποχής εκείνης."

Ο Θεόδωρος Δερβενιώτης έφυγε στα 82 του χρόνια αφήνοντας πίσω του μια λαμπρή πορεία, που ξεκινά από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ΄50, μέχρι και τις ημέρες μας. Με τα τραγούδια του στήριξε την καριέρα πολλών μεγάλων ερμηνευτών: Καζαντζίδη, Περπινιάδη, Πόλυ Πάνου, Αγγελόπουλου, Γαβαλά, Μπιθικώτση, Καίτη Γκρέυ, Τσετίνη, Γιώτα Λύδια, Διονυσίου, Ζαγοραίου, Παπαδάκη, Πέτρο Αναγνωστάκη, Βοσκόπουλου, Μητσιά κ.α., υπογράφοντας αθάνατες επιτυχίες.
Μεγάλες του επιτυχίες: «Άλλα μου λεν' τα μάτια σου», «Ένα σφάλμα έκανα» (Πόλυ Πάνου), «Αχ Μουσταφά» (Δούκισσα), «Είσαι η ζωή μου», «Μαντουμπάλα», «Πάρε τα χνάρια μου», «Στις φάμπρικες της Γερμανίας» (Καζαντζίδης), «Ντόλτσε Βίτα» (Ζαγοραίος), «Ίσως» (Τσετίνης)  «Ψύλλοι στ΄ αυτιά μου» (Βοσκόπουλος), «Ω μάμμυ μπλου ρεμπέτισσα» (Ευσταθίου) κ.α
ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ - Θόδωρος Δερβενιώτης
https://www.youtube.com/watch?v=AHu8LEBo6k4

Ω Μάμμυ μπλου ρεμπέτισσα
https://www.youtube.com/watch?v=6S3gV1Iyr8k
Στίχοι: Κώστας Βίρβος
Μουσική: Θεόδωρος Δερβενιώτης
Πρώτη Εκτέλεση: Δημήτρης Ευσταθίου - Μάρα Ληζ - Χορωδία (1972)

 
Από τον αγγλικός ιδιωματισμός "Am feeling blue" που σημαίνει είμαι στεναχωρημένος/λυπημένος

Ένα σφάλμα έκανα
https://www.youtube.com/watch?v=q4KYWzwaJOk
Στίχοι: Νίκος Μουρκάκος
Μουσική: Θεόδωρος Δερβενιώτης
Εκτέλεση: Πόλυ Πάνου (1960)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Συνολικες Προβολες